- ουδέπη
- οὐδέπῃ ή οὐδέ πῃ (Α)επίρρ.1. κατ' ουδένα τρόπο («οὐδέ πῃ εἶχον οὔτε στηρίξαι ποσὶν ἔμπεδov οὔτ' ἐπιβῆναι», Ομ. Οδ.)2. φρ. «οὐδέ πῃ ἔστι»(με απρμφ.) με κανέναν τρόπο δεν είναι δυνατόν να... («οὐδέ πῃ ἔστι... κοσμῆσαι ἀοιδήν», Ύμν. Διόν.).
Dictionary of Greek. 2013.